σχοινισμός

σχοινισμός
σχοινισμός
measurement
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • σχοινισμοί — σχοινισμός measurement masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινισμῷ — σχοινισμός measurement masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινισμόν — σχοινισμός measurement masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινουργία — ἡ, Α [σχοινουργός] καταμέτρηση τμήματος γης με σχοινί, σχοινισμός …   Dictionary of Greek

  • ՎԻՃԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0821 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c, 13c գ. κλῆρος (յորմէ գղեր, կղեր). sors μέρος (յորմէ միրաս ). pars, portio λόχος, σύμβολον symbolum եւ այլն: Որոշումն իրաց անկելոց ընդ վիճմամբ՝ ʼի ձեռն վիգի կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”